Jump to content

ανθρωποκυνηγητό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitón (plural ανθρωποκυνηγητό)

  1. manhunt

Declension

[edit]
Declension of ανθρωποκυνηγητό
singular plural
nominative ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá)
genitive ανθρωποκυνηγητού (anthropokynigitoú) ανθρωποκυνηγητών (anthropokynigitón)
accusative ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá)
vocative ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá)
[edit]