ανθρωποκυνηγητό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανθρωποκυνηγητό • (anthropokynigitó) n (plural ανθρωποκυνηγητό)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) | ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá) |
genitive | ανθρωποκυνηγητού (anthropokynigitoú) | ανθρωποκυνηγητών (anthropokynigitón) |
accusative | ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) | ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá) |
vocative | ανθρωποκυνηγητό (anthropokynigitó) | ανθρωποκυνηγητά (anthropokynigitá) |