ανθεκτικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ανθεκτικ(ός) (anthektik(ós)) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ανθεκτικότητα • (anthektikótita) f (plural ανθεκτικότητες)
- durability, endurance, resilience
- Synonym: αντοχή (antochí)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθεκτικότητα (anthektikótita) | ανθεκτικότητες (anthektikótites) |
genitive | ανθεκτικότητας (anthektikótitas) | ανθεκτικοτήτων (anthektikotíton) |
accusative | ανθεκτικότητα (anthektikótita) | ανθεκτικότητες (anthektikótites) |
vocative | ανθεκτικότητα (anthektikótita) | ανθεκτικότητες (anthektikótites) |
Related terms
[edit]- ανθεκτικός (anthektikós, “hard, durable”, adjective)
References
[edit]- ^ ανθεκτικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language