Jump to content

ανεστραμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνεστραμμένος (anestramménos), from ἀναστρέφω (anastréphō).

Adjective

[edit]

ανεστραμμένος (anestramménosm (feminine ανεστραμμένη, neuter ανεστραμμένο)

  1. inverted, reverted, reversed

Declension

[edit]
Declension of ανεστραμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεστραμμένος (anestramménos) ανεστραμμένη (anestramméni) ανεστραμμένο (anestramméno) ανεστραμμένοι (anestramménoi) ανεστραμμένες (anestramménes) ανεστραμμένα (anestramména)
genitive ανεστραμμένου (anestramménou) ανεστραμμένης (anestramménis) ανεστραμμένου (anestramménou) ανεστραμμένων (anestramménon) ανεστραμμένων (anestramménon) ανεστραμμένων (anestramménon)
accusative ανεστραμμένο (anestramméno) ανεστραμμένη (anestramméni) ανεστραμμένο (anestramméno) ανεστραμμένους (anestramménous) ανεστραμμένες (anestramménes) ανεστραμμένα (anestramména)
vocative ανεστραμμένε (anestramméne) ανεστραμμένη (anestramméni) ανεστραμμένο (anestramméno) ανεστραμμένοι (anestramménoi) ανεστραμμένες (anestramménes) ανεστραμμένα (anestramména)
[edit]