Jump to content

ανεπτυγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπτυγμένος (aneptygménosm (feminine ανεπτυγμένη, neuter ανεπτυγμένο)

  1. Alternative form of αναπτυγμένος (anaptygménos)

Declension

[edit]
Declension of ανεπτυγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπτυγμένος (aneptygménos) ανεπτυγμένη (aneptygméni) ανεπτυγμένο (aneptygméno) ανεπτυγμένοι (aneptygménoi) ανεπτυγμένες (aneptygménes) ανεπτυγμένα (aneptygména)
genitive ανεπτυγμένου (aneptygménou) ανεπτυγμένης (aneptygménis) ανεπτυγμένου (aneptygménou) ανεπτυγμένων (aneptygménon) ανεπτυγμένων (aneptygménon) ανεπτυγμένων (aneptygménon)
accusative ανεπτυγμένο (aneptygméno) ανεπτυγμένη (aneptygméni) ανεπτυγμένο (aneptygméno) ανεπτυγμένους (aneptygménous) ανεπτυγμένες (aneptygménes) ανεπτυγμένα (aneptygména)
vocative ανεπτυγμένε (aneptygméne) ανεπτυγμένη (aneptygméni) ανεπτυγμένο (aneptygméno) ανεπτυγμένοι (aneptygménoi) ανεπτυγμένες (aneptygménes) ανεπτυγμένα (aneptygména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεπτυγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεπτυγμένος, etc.)