Jump to content

αναπτυγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αναπτυγμένος (anaptygménosm (feminine αναπτυγμένη, neuter αναπτυγμένο)

  1. developed
  2. fully developed

Declension

[edit]
Declension of αναπτυγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπτυγμένος (anaptygménos) αναπτυγμένη (anaptygméni) αναπτυγμένο (anaptygméno) αναπτυγμένοι (anaptygménoi) αναπτυγμένες (anaptygménes) αναπτυγμένα (anaptygména)
genitive αναπτυγμένου (anaptygménou) αναπτυγμένης (anaptygménis) αναπτυγμένου (anaptygménou) αναπτυγμένων (anaptygménon) αναπτυγμένων (anaptygménon) αναπτυγμένων (anaptygménon)
accusative αναπτυγμένο (anaptygméno) αναπτυγμένη (anaptygméni) αναπτυγμένο (anaptygméno) αναπτυγμένους (anaptygménous) αναπτυγμένες (anaptygménes) αναπτυγμένα (anaptygména)
vocative αναπτυγμένε (anaptygméne) αναπτυγμένη (anaptygméni) αναπτυγμένο (anaptygméno) αναπτυγμένοι (anaptygménoi) αναπτυγμένες (anaptygménes) αναπτυγμένα (anaptygména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναπτυγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναπτυγμένος, etc.)

[edit]