Jump to content

ανεπανάληπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπανάληπτος (anepanáliptosm (feminine ανεπανάληπτη, neuter ανεπανάληπτο)

  1. unrepeatable, unique, unprecedented
    Synonyms: αδευτέρωτος (adeftérotos), μοναδικός (monadikós)

Declension

[edit]
Declension of ανεπανάληπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπανάληπτος (anepanáliptos) ανεπανάληπτη (anepanálipti) ανεπανάληπτο (anepanálipto) ανεπανάληπτοι (anepanáliptoi) ανεπανάληπτες (anepanáliptes) ανεπανάληπτα (anepanálipta)
genitive ανεπανάληπτου (anepanáliptou) ανεπανάληπτης (anepanáliptis) ανεπανάληπτου (anepanáliptou) ανεπανάληπτων (anepanálipton) ανεπανάληπτων (anepanálipton) ανεπανάληπτων (anepanálipton)
accusative ανεπανάληπτο (anepanálipto) ανεπανάληπτη (anepanálipti) ανεπανάληπτο (anepanálipto) ανεπανάληπτους (anepanáliptous) ανεπανάληπτες (anepanáliptes) ανεπανάληπτα (anepanálipta)
vocative ανεπανάληπτε (anepanálipte) ανεπανάληπτη (anepanálipti) ανεπανάληπτο (anepanálipto) ανεπανάληπτοι (anepanáliptoi) ανεπανάληπτες (anepanáliptes) ανεπανάληπτα (anepanálipta)
[edit]