Jump to content

μοναδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μοναδικός (monadikós), from μονάς (monás).

Adjective

[edit]

μοναδικός (monadikósm (feminine μοναδική, neuter μοναδικό)

  1. unique, sole

Declension

[edit]
Declension of μοναδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοναδικός (monadikós) μοναδική (monadikí) μοναδικό (monadikó) μοναδικοί (monadikoí) μοναδικές (monadikés) μοναδικά (monadiká)
genitive μοναδικού (monadikoú) μοναδικής (monadikís) μοναδικού (monadikoú) μοναδικών (monadikón) μοναδικών (monadikón) μοναδικών (monadikón)
accusative μοναδικό (monadikó) μοναδική (monadikí) μοναδικό (monadikó) μοναδικούς (monadikoús) μοναδικές (monadikés) μοναδικά (monadiká)
vocative μοναδικέ (monadiké) μοναδική (monadikí) μοναδικό (monadikó) μοναδικοί (monadikoí) μοναδικές (monadikés) μοναδικά (monadiká)
[edit]