ανεξολόθρευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανεξολόθρευτος • (anexolóthreftos) m (feminine ανεξολόθρευτη, neuter ανεξολόθρευτο)
- inexterminable
- not exterminated, unexterminated
- Antonym: εξολοθρευμένος (exolothrevménos)
Declension
[edit]Declension of ανεξολόθρευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξολόθρευτος • | ανεξολόθρευτη • | ανεξολόθρευτο • | ανεξολόθρευτοι • | ανεξολόθρευτες • | ανεξολόθρευτα • |
genitive | ανεξολόθρευτου • | ανεξολόθρευτης • | ανεξολόθρευτου • | ανεξολόθρευτων • | ανεξολόθρευτων • | ανεξολόθρευτων • |
accusative | ανεξολόθρευτο • | ανεξολόθρευτη • | ανεξολόθρευτο • | ανεξολόθρευτους • | ανεξολόθρευτες • | ανεξολόθρευτα • |
vocative | ανεξολόθρευτε • | ανεξολόθρευτη • | ανεξολόθρευτο • | ανεξολόθρευτοι • | ανεξολόθρευτες • | ανεξολόθρευτα • |
Synonyms
[edit]- αξολόθρευτος (axolóthreftos)
Related terms
[edit]- εξολόθρευση f (exolóthrefsi, “extermination”)
- εξολοθρεύω (exolothrévo, “exterminate”)
- and see: όλεθρος m (ólethros, “calamity”)
References
[edit]- Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)