Jump to content

ανεξολόθρευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.ksoˈloˈθɾe.ftos/
  • Hyphenation: α‧νε‧ξο‧λό‧θρευ‧τος

Adjective

[edit]

ανεξολόθρευτος (anexolóthreftosm (feminine ανεξολόθρευτη, neuter ανεξολόθρευτο)

  1. inexterminable
  2. not exterminated, unexterminated
    Antonym: εξολοθρευμένος (exolothrevménos)

Declension

[edit]
Declension of ανεξολόθρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξολόθρευτος (anexolóthreftos) ανεξολόθρευτη (anexolóthrefti) ανεξολόθρευτο (anexolóthrefto) ανεξολόθρευτοι (anexolóthreftoi) ανεξολόθρευτες (anexolóthreftes) ανεξολόθρευτα (anexolóthrefta)
genitive ανεξολόθρευτου (anexolóthreftou) ανεξολόθρευτης (anexolóthreftis) ανεξολόθρευτου (anexolóthreftou) ανεξολόθρευτων (anexolóthrefton) ανεξολόθρευτων (anexolóthrefton) ανεξολόθρευτων (anexolóthrefton)
accusative ανεξολόθρευτο (anexolóthrefto) ανεξολόθρευτη (anexolóthrefti) ανεξολόθρευτο (anexolóthrefto) ανεξολόθρευτους (anexolóthreftous) ανεξολόθρευτες (anexolóthreftes) ανεξολόθρευτα (anexolóthrefta)
vocative ανεξολόθρευτε (anexolóthrefte) ανεξολόθρευτη (anexolóthrefti) ανεξολόθρευτο (anexolóthrefto) ανεξολόθρευτοι (anexolóthreftoi) ανεξολόθρευτες (anexolóthreftes) ανεξολόθρευτα (anexolóthrefta)

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]