Jump to content

αξολόθρευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξολόθρευτος (axolóthreftosm (feminine αξολόθρευτη, neuter αξολόθρευτο)

  1. unexterminated, not exterminated
  2. not destructed
  3. not exterminatable
  4. indestructible

Declension

[edit]
Declension of αξολόθρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξολόθρευτος (axolóthreftos) αξολόθρευτη (axolóthrefti) αξολόθρευτο (axolóthrefto) αξολόθρευτοι (axolóthreftoi) αξολόθρευτες (axolóthreftes) αξολόθρευτα (axolóthrefta)
genitive αξολόθρευτου (axolóthreftou) αξολόθρευτης (axolóthreftis) αξολόθρευτου (axolóthreftou) αξολόθρευτων (axolóthrefton) αξολόθρευτων (axolóthrefton) αξολόθρευτων (axolóthrefton)
accusative αξολόθρευτο (axolóthrefto) αξολόθρευτη (axolóthrefti) αξολόθρευτο (axolóthrefto) αξολόθρευτους (axolóthreftous) αξολόθρευτες (axolóthreftes) αξολόθρευτα (axolóthrefta)
vocative αξολόθρευτε (axolóthrefte) αξολόθρευτη (axolóthrefti) αξολόθρευτο (axolóthrefto) αξολόθρευτοι (axolóthreftoi) αξολόθρευτες (axolóthreftes) αξολόθρευτα (axolóthrefta)
[edit]