Jump to content

ανεξαρτητοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisif (plural ανεξαρτητοποιήσεις)

  1. independence
  2. making independent

Declension

[edit]
Declension of ανεξαρτητοποίηση
singular plural
nominative ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis)
genitive ανεξαρτητοποίησης (anexartitopoíisis) ανεξαρτητοποιήσεων (anexartitopoiíseon)
accusative ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis)
vocative ανεξαρτητοποίηση (anexartitopoíisi) ανεξαρτητοποιήσεις (anexartitopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ανεξαρτητοποιήσεως (anexartitopoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]