Jump to content

ανελεύθερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανελεύθερος (aneléftherosm (feminine ανελεύθερη, neuter ανελεύθερο)

  1. tyrannical, despotic, servile
    Synonym: δουλικός (doulikós)

Declension

[edit]
Declension of ανελεύθερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανελεύθερος (aneléftheros) ανελεύθερη (aneléftheri) ανελεύθερο (aneléfthero) ανελεύθεροι (aneléftheroi) ανελεύθερες (aneléftheres) ανελεύθερα (aneléfthera)
genitive ανελεύθερου (aneléftherou) ανελεύθερης (aneléftheris) ανελεύθερου (aneléftherou) ανελεύθερων (aneléftheron) ανελεύθερων (aneléftheron) ανελεύθερων (aneléftheron)
accusative ανελεύθερο (aneléfthero) ανελεύθερη (aneléftheri) ανελεύθερο (aneléfthero) ανελεύθερους (aneléftherous) ανελεύθερες (aneléftheres) ανελεύθερα (aneléfthera)
vocative ανελεύθερε (aneléfthere) ανελεύθερη (aneléftheri) ανελεύθερο (aneléfthero) ανελεύθεροι (aneléftheroi) ανελεύθερες (aneléftheres) ανελεύθερα (aneléfthera)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανελεύθερος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανελεύθερος, etc.)

[edit]