δουλικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δουλικός (doulikósm (feminine δουλική, neuter δουλικό)

  1. slavish, servile

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δουλικός (doulikós) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικοί (doulikoí) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)
genitive δουλικού (doulikoú) δουλικής (doulikís) δουλικού (doulikoú) δουλικών (doulikón) δουλικών (doulikón) δουλικών (doulikón)
accusative δουλικό (doulikó) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικούς (doulikoús) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)
vocative δουλικέ (douliké) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικοί (doulikoí) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δουλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δουλικός, etc.)

[edit]