Jump to content

ανεκμυστήρευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεκμυστήρευτος (anekmystíreftosm (feminine ανεκμυστήρευτη, neuter ανεκμυστήρευτο)

  1. (literary) unconfided, close (with information, etc)
    Synonym: μυστικός (mystikós)

Declension

[edit]
Declension of ανεκμυστήρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκμυστήρευτος (anekmystíreftos) ανεκμυστήρευτη (anekmystírefti) ανεκμυστήρευτο (anekmystírefto) ανεκμυστήρευτοι (anekmystíreftoi) ανεκμυστήρευτες (anekmystíreftes) ανεκμυστήρευτα (anekmystírefta)
genitive ανεκμυστήρευτου (anekmystíreftou) ανεκμυστήρευτης (anekmystíreftis) ανεκμυστήρευτου (anekmystíreftou) ανεκμυστήρευτων (anekmystírefton) ανεκμυστήρευτων (anekmystírefton) ανεκμυστήρευτων (anekmystírefton)
accusative ανεκμυστήρευτο (anekmystírefto) ανεκμυστήρευτη (anekmystírefti) ανεκμυστήρευτο (anekmystírefto) ανεκμυστήρευτους (anekmystíreftous) ανεκμυστήρευτες (anekmystíreftes) ανεκμυστήρευτα (anekmystírefta)
vocative ανεκμυστήρευτε (anekmystírefte) ανεκμυστήρευτη (anekmystírefti) ανεκμυστήρευτο (anekmystírefto) ανεκμυστήρευτοι (anekmystíreftoi) ανεκμυστήρευτες (anekmystíreftes) ανεκμυστήρευτα (anekmystírefta)
[edit]