μυστικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μῠ́στης (mústēs, one who has been initiated) +‎ -ῐκός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

μῠστῐκός (mustikósm (feminine μῠστῐκή, neuter μῠστῐκόν); first/second declension

  1. secret, mystic

Inflection

[edit]

Descendants

[edit]
  • Latin: mysticus (see there for further descendants)

References

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μυστικός (mystikósm (feminine μυστική, neuter μυστικό)

  1. mystic, secret, clandestine, hidden, private

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μυστικός (mystikós) μυστική (mystikí) μυστικό (mystikó) μυστικοί (mystikoí) μυστικές (mystikés) μυστικά (mystiká)
genitive μυστικού (mystikoú) μυστικής (mystikís) μυστικού (mystikoú) μυστικών (mystikón) μυστικών (mystikón) μυστικών (mystikón)
accusative μυστικό (mystikó) μυστική (mystikí) μυστικό (mystikó) μυστικούς (mystikoús) μυστικές (mystikés) μυστικά (mystiká)
vocative μυστικέ (mystiké) μυστική (mystikí) μυστικό (mystikó) μυστικοί (mystikoí) μυστικές (mystikés) μυστικά (mystiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυστικός, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]