ανεκμετάλλευτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεκμετάλλευτος • (anekmetálleftos) m (feminine ανεκμετάλλευτη, neuter ανεκμετάλλευτο)
- unexploited, not utilised, untapped (resources, wealth, etc)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεκμετάλλευτος (anekmetálleftos) | ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) | ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) | ανεκμετάλλευτοι (anekmetálleftoi) | ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) | ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta) | |
genitive | ανεκμετάλλευτου (anekmetálleftou) | ανεκμετάλλευτης (anekmetálleftis) | ανεκμετάλλευτου (anekmetálleftou) | ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton) | ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton) | ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton) | |
accusative | ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) | ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) | ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) | ανεκμετάλλευτους (anekmetálleftous) | ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) | ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta) | |
vocative | ανεκμετάλλευτε (anekmetállefte) | ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) | ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) | ανεκμετάλλευτοι (anekmetálleftoi) | ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) | ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta) |
Related terms
[edit]- εκμεταλλεύομαι (ekmetallévomai, “to exploit”)