Jump to content

ανεκμετάλλευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεκμετάλλευτος (anekmetálleftosm (feminine ανεκμετάλλευτη, neuter ανεκμετάλλευτο)

  1. unexploited, not utilised, untapped (resources, wealth, etc)

Declension

[edit]
Declension of ανεκμετάλλευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκμετάλλευτος (anekmetálleftos) ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) ανεκμετάλλευτοι (anekmetálleftoi) ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta)
genitive ανεκμετάλλευτου (anekmetálleftou) ανεκμετάλλευτης (anekmetálleftis) ανεκμετάλλευτου (anekmetálleftou) ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton) ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton) ανεκμετάλλευτων (anekmetállefton)
accusative ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) ανεκμετάλλευτους (anekmetálleftous) ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta)
vocative ανεκμετάλλευτε (anekmetállefte) ανεκμετάλλευτη (anekmetállefti) ανεκμετάλλευτο (anekmetállefto) ανεκμετάλλευτοι (anekmetálleftoi) ανεκμετάλλευτες (anekmetálleftes) ανεκμετάλλευτα (anekmetállefta)
[edit]