Jump to content

ανεκδοτολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from ανέκδοτο (anékdoto, anecdote)

Adjective

[edit]

ανεκδοτολογικός (anekdotologikósm (feminine ανεκδοτολογική, neuter ανεκδοτολογικό)

  1. anecdotal, relating to anecdotes

Declension

[edit]
Declension of ανεκδοτολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκδοτολογικός (anekdotologikós) ανεκδοτολογική (anekdotologikí) ανεκδοτολογικό (anekdotologikó) ανεκδοτολογικοί (anekdotologikoí) ανεκδοτολογικές (anekdotologikés) ανεκδοτολογικά (anekdotologiká)
genitive ανεκδοτολογικού (anekdotologikoú) ανεκδοτολογικής (anekdotologikís) ανεκδοτολογικού (anekdotologikoú) ανεκδοτολογικών (anekdotologikón) ανεκδοτολογικών (anekdotologikón) ανεκδοτολογικών (anekdotologikón)
accusative ανεκδοτολογικό (anekdotologikó) ανεκδοτολογική (anekdotologikí) ανεκδοτολογικό (anekdotologikó) ανεκδοτολογικούς (anekdotologikoús) ανεκδοτολογικές (anekdotologikés) ανεκδοτολογικά (anekdotologiká)
vocative ανεκδοτολογικέ (anekdotologiké) ανεκδοτολογική (anekdotologikí) ανεκδοτολογικό (anekdotologikó) ανεκδοτολογικοί (anekdotologikoí) ανεκδοτολογικές (anekdotologikés) ανεκδοτολογικά (anekdotologiká)
[edit]