Jump to content

ανειλικρινής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανειλικρινής (aneilikrinísm (feminine ανειλικρινής, neuter ανειλικρινές)

  1. insincere, disingenuous, deceitful, shifty
    Antonym: ειλικρινής (eilikrinís)

Declension

[edit]
Declension of ανειλικρινής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανειλικρινής (aneilikrinís) ανειλικρινής (aneilikrinís) ανειλικρινές (aneilikrinés) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινή (aneilikriní)
genitive ανειλικρινούς (aneilikrinoús)
ανειλικρινή (aneilikriní)
ανειλικρινούς (aneilikrinoús) ανειλικρινούς (aneilikrinoús) ανειλικρινών (aneilikrinón) ανειλικρινών (aneilikrinón) ανειλικρινών (aneilikrinón)
accusative ανειλικρινή (aneilikriní) ανειλικρινή (aneilikriní) ανειλικρινές (aneilikrinés) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινή (aneilikriní)
vocative ανειλικρινή (aneilikriní)
ανειλικρινής (aneilikrinís)
ανειλικρινής (aneilikrinís) ανειλικρινές (aneilikrinés) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινείς (aneilikrineís) ανειλικρινή (aneilikriní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανειλικρινής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανειλικρινής, etc.)

[edit]
  • ανειλικρινής f (aneilikrinís, insincerity)