ανειλικρινής
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανειλικρινής • (aneilikrinís) m (feminine ανειλικρινής, neuter ανειλικρινές)
- insincere, disingenuous, deceitful, shifty
- Antonym: ειλικρινής (eilikrinís)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανειλικρινής (aneilikrinís) | ανειλικρινής (aneilikrinís) | ανειλικρινές (aneilikrinés) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινή (aneilikriní) | |
genitive | ανειλικρινούς (aneilikrinoús) ανειλικρινή (aneilikriní) |
ανειλικρινούς (aneilikrinoús) | ανειλικρινούς (aneilikrinoús) | ανειλικρινών (aneilikrinón) | ανειλικρινών (aneilikrinón) | ανειλικρινών (aneilikrinón) | |
accusative | ανειλικρινή (aneilikriní) | ανειλικρινή (aneilikriní) | ανειλικρινές (aneilikrinés) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινή (aneilikriní) | |
vocative | ανειλικρινή (aneilikriní) ανειλικρινής (aneilikrinís) |
ανειλικρινής (aneilikrinís) | ανειλικρινές (aneilikrinés) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινείς (aneilikrineís) | ανειλικρινή (aneilikriní) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανειλικρινής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανειλικρινής, etc.)
Related terms
[edit]- ανειλικρινής f (aneilikrinís, “insincerity”)