ανειλικρίνεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανειλικρίνεια • (aneilikríneia) f (uncountable)
- insincerity
- Antonym: ειλικρίνεια (eilikríneia)
Declension
[edit] ανειλικρίνεια
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανειλικρίνεια • |
genitive | ανειλικρίνειας • |
accusative | ανειλικρίνεια • |
vocative | ανειλικρίνεια • |
Related terms
[edit]- ανειλικρινής (aneilikrinís, “insincere”, adjective)