ανεδαφικότητα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανεδαφικότητα • (anedafikótita) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεδαφικότητα (anedafikótita) | ανεδαφικότητες (anedafikótites) |
genitive | ανεδαφικότητας (anedafikótitas) | ανεδαφικοτήτων (anedafikotíton) |
accusative | ανεδαφικότητα (anedafikótita) | ανεδαφικότητες (anedafikótites) |
vocative | ανεδαφικότητα (anedafikótita) | ανεδαφικότητες (anedafikótites) |
Related terms
[edit]- ανεδαφικός (anedafikós, “irrational, undoable”, adjective)