Jump to content

ανεδαφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεδαφικός (anedafikósm (feminine ανεδαφική, neuter ανεδαφικό)

  1. irrational, unrealistic
  2. undoable, unimplementable (impossible to implement)

Declension

[edit]
Declension of ανεδαφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεδαφικός (anedafikós) ανεδαφική (anedafikí) ανεδαφικό (anedafikó) ανεδαφικοί (anedafikoí) ανεδαφικές (anedafikés) ανεδαφικά (anedafiká)
genitive ανεδαφικού (anedafikoú) ανεδαφικής (anedafikís) ανεδαφικού (anedafikoú) ανεδαφικών (anedafikón) ανεδαφικών (anedafikón) ανεδαφικών (anedafikón)
accusative ανεδαφικό (anedafikó) ανεδαφική (anedafikí) ανεδαφικό (anedafikó) ανεδαφικούς (anedafikoús) ανεδαφικές (anedafikés) ανεδαφικά (anedafiká)
vocative ανεδαφικέ (anedafiké) ανεδαφική (anedafikí) ανεδαφικό (anedafikó) ανεδαφικοί (anedafikoí) ανεδαφικές (anedafikés) ανεδαφικά (anedafiká)
[edit]