Jump to content

ανεγκαινίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεγκαινίαστος (anegkainíastosm (feminine ανεγκαινίαστη, neuter ανεγκαινίαστο)

  1. not inaugurated, uninaugurated, without an official opening

Declension

[edit]
Declension of ανεγκαινίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεγκαινίαστος (anegkainíastos) ανεγκαινίαστη (anegkainíasti) ανεγκαινίαστο (anegkainíasto) ανεγκαινίαστοι (anegkainíastoi) ανεγκαινίαστες (anegkainíastes) ανεγκαινίαστα (anegkainíasta)
genitive ανεγκαινίαστου (anegkainíastou) ανεγκαινίαστης (anegkainíastis) ανεγκαινίαστου (anegkainíastou) ανεγκαινίαστων (anegkainíaston) ανεγκαινίαστων (anegkainíaston) ανεγκαινίαστων (anegkainíaston)
accusative ανεγκαινίαστο (anegkainíasto) ανεγκαινίαστη (anegkainíasti) ανεγκαινίαστο (anegkainíasto) ανεγκαινίαστους (anegkainíastous) ανεγκαινίαστες (anegkainíastes) ανεγκαινίαστα (anegkainíasta)
vocative ανεγκαινίαστε (anegkainíaste) ανεγκαινίαστη (anegkainíasti) ανεγκαινίαστο (anegkainíasto) ανεγκαινίαστοι (anegkainíastoi) ανεγκαινίαστες (anegkainíastes) ανεγκαινίαστα (anegkainíasta)
[edit]