Jump to content

ανείσπρακτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανείσπρακτος (aneíspraktosm (feminine ανείσπρακτη, neuter ανείσπρακτο)

  1. uncollected, unpaid
    Synonym: απλήρωτος (aplírotos)
    ανείσπρακτοι φόροιaneíspraktoi fóroiunpaid taxes

Declension

[edit]
Declension of ανείσπρακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανείσπρακτος (aneíspraktos) ανείσπρακτη (aneísprakti) ανείσπρακτο (aneísprakto) ανείσπρακτοι (aneíspraktoi) ανείσπρακτες (aneíspraktes) ανείσπρακτα (aneísprakta)
genitive ανείσπρακτου (aneíspraktou) ανείσπρακτης (aneíspraktis) ανείσπρακτου (aneíspraktou) ανείσπρακτων (aneísprakton) ανείσπρακτων (aneísprakton) ανείσπρακτων (aneísprakton)
accusative ανείσπρακτο (aneísprakto) ανείσπρακτη (aneísprakti) ανείσπρακτο (aneísprakto) ανείσπρακτους (aneíspraktous) ανείσπρακτες (aneíspraktes) ανείσπρακτα (aneísprakta)
vocative ανείσπρακτε (aneísprakte) ανείσπρακτη (aneísprakti) ανείσπρακτο (aneísprakto) ανείσπρακτοι (aneíspraktoi) ανείσπρακτες (aneíspraktes) ανείσπρακτα (aneísprakta)