Jump to content

απλήρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απλήρωτος (aplírotosm (feminine απλήρωτη, neuter απλήρωτο)

  1. unsettled, unpaid, outstanding (bill, account)
  2. not paid for (work, goods)
  3. dishonoured, bounced (cheque)

Declension

[edit]
Declension of απλήρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλήρωτος (aplírotos) απλήρωτη (aplíroti) απλήρωτο (aplíroto) απλήρωτοι (aplírotoi) απλήρωτες (aplírotes) απλήρωτα (aplírota)
genitive απλήρωτου (aplírotou) απλήρωτης (aplírotis) απλήρωτου (aplírotou) απλήρωτων (aplíroton) απλήρωτων (aplíroton) απλήρωτων (aplíroton)
accusative απλήρωτο (aplíroto) απλήρωτη (aplíroti) απλήρωτο (aplíroto) απλήρωτους (aplírotous) απλήρωτες (aplírotes) απλήρωτα (aplírota)
vocative απλήρωτε (aplírote) απλήρωτη (aplíroti) απλήρωτο (aplíroto) απλήρωτοι (aplírotoi) απλήρωτες (aplírotes) απλήρωτα (aplírota)