αναύλωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναύλωτος • (anávlotos) m (feminine αναύλωτη, neuter αναύλωτο)
- (shipping) unchartered
- Synonym: άναυλος (ánavlos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναύλωτος (anávlotos) | αναύλωτη (anávloti) | αναύλωτο (anávloto) | αναύλωτοι (anávlotoi) | αναύλωτες (anávlotes) | αναύλωτα (anávlota) | |
genitive | αναύλωτου (anávlotou) | αναύλωτης (anávlotis) | αναύλωτου (anávlotou) | αναύλωτων (anávloton) | αναύλωτων (anávloton) | αναύλωτων (anávloton) | |
accusative | αναύλωτο (anávloto) | αναύλωτη (anávloti) | αναύλωτο (anávloto) | αναύλωτους (anávlotous) | αναύλωτες (anávlotes) | αναύλωτα (anávlota) | |
vocative | αναύλωτε (anávlote) | αναύλωτη (anávloti) | αναύλωτο (anávloto) | αναύλωτοι (anávlotoi) | αναύλωτες (anávlotes) | αναύλωτα (anávlota) |
Related terms
[edit]- see: άναυλος (ánavlos)