Jump to content

αναύλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναύλωτος (anávlotosm (feminine αναύλωτη, neuter αναύλωτο)

  1. (shipping) unchartered
    Synonym: άναυλος (ánavlos)

Declension

[edit]
Declension of αναύλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναύλωτος (anávlotos) αναύλωτη (anávloti) αναύλωτο (anávloto) αναύλωτοι (anávlotoi) αναύλωτες (anávlotes) αναύλωτα (anávlota)
genitive αναύλωτου (anávlotou) αναύλωτης (anávlotis) αναύλωτου (anávlotou) αναύλωτων (anávloton) αναύλωτων (anávloton) αναύλωτων (anávloton)
accusative αναύλωτο (anávloto) αναύλωτη (anávloti) αναύλωτο (anávloto) αναύλωτους (anávlotous) αναύλωτες (anávlotes) αναύλωτα (anávlota)
vocative αναύλωτε (anávlote) αναύλωτη (anávloti) αναύλωτο (anávloto) αναύλωτοι (anávlotoi) αναύλωτες (anávlotes) αναύλωτα (anávlota)
[edit]