Jump to content

άναυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άναυλος (ánavlosm (feminine άναυλη, neuter άναυλο)

  1. (shipping) unchartered
    Synonym: αναύλωτος (anávlotos)
  2. fare dodging, unable to pay the fare (as a passenger)

Declension

[edit]
Declension of άναυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άναυλος (ánavlos) άναυλη (ánavli) άναυλο (ánavlo) άναυλοι (ánavloi) άναυλες (ánavles) άναυλα (ánavla)
genitive άναυλου (ánavlou) άναυλης (ánavlis) άναυλου (ánavlou) άναυλων (ánavlon) άναυλων (ánavlon) άναυλων (ánavlon)
accusative άναυλο (ánavlo) άναυλη (ánavli) άναυλο (ánavlo) άναυλους (ánavlous) άναυλες (ánavles) άναυλα (ánavla)
vocative άναυλε (ánavle) άναυλη (ánavli) άναυλο (ánavlo) άναυλοι (ánavloi) άναυλες (ánavles) άναυλα (ánavla)
[edit]