αναχρονιστικός
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αναχρονιστικός • (anachronistikós) m (feminine αναχρονιστική, neuter αναχρονιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναχρονιστικός (anachronistikós) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικοί (anachronistikoí) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) | |
genitive | αναχρονιστικού (anachronistikoú) | αναχρονιστικής (anachronistikís) | αναχρονιστικού (anachronistikoú) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | αναχρονιστικών (anachronistikón) | |
accusative | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικούς (anachronistikoús) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) | |
vocative | αναχρονιστικέ (anachronistiké) | αναχρονιστική (anachronistikí) | αναχρονιστικό (anachronistikó) | αναχρονιστικοί (anachronistikoí) | αναχρονιστικές (anachronistikés) | αναχρονιστικά (anachronistiká) |
Related terms
[edit]- αναχρονισμός m (anachronismós, “anachronism”)
Further reading
[edit]- αναχρονιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language