Jump to content

αναχρονιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.xɾo.ni.stiˈkos/

Adjective

[edit]

αναχρονιστικός (anachronistikósm (feminine αναχρονιστική, neuter αναχρονιστικό)

  1. anachronistic

Declension

[edit]
Declension of αναχρονιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναχρονιστικός (anachronistikós) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικοί (anachronistikoí) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)
genitive αναχρονιστικού (anachronistikoú) αναχρονιστικής (anachronistikís) αναχρονιστικού (anachronistikoú) αναχρονιστικών (anachronistikón) αναχρονιστικών (anachronistikón) αναχρονιστικών (anachronistikón)
accusative αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικούς (anachronistikoús) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)
vocative αναχρονιστικέ (anachronistiké) αναχρονιστική (anachronistikí) αναχρονιστικό (anachronistikó) αναχρονιστικοί (anachronistikoí) αναχρονιστικές (anachronistikés) αναχρονιστικά (anachronistiká)
[edit]

Further reading

[edit]