Jump to content

αναχρονισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀναχρονισμός (anakhronismós, anachronism).

Noun

[edit]

αναχρονισμός (anachronismósm (plural αναχρονισμοί)

  1. anachronism

Declension

[edit]
Declension of αναχρονισμός
singular plural
nominative αναχρονισμός (anachronismós) αναχρονισμοί (anachronismoí)
genitive αναχρονισμού (anachronismoú) αναχρονισμών (anachronismón)
accusative αναχρονισμό (anachronismó) αναχρονισμούς (anachronismoús)
vocative αναχρονισμέ (anachronismé) αναχρονισμοί (anachronismoí)
[edit]