Jump to content

ανατοποθέτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανατοποθέτηση (anatopothétisif (plural ανατοποθετήσεις)

  1. repositioning

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανατοποθέτηση (anatopothétisi) ανατοποθετήσεις (anatopothetíseis)
genitive ανατοποθέτησης (anatopothétisis) ανατοποθετήσεων (anatopothetíseon)
accusative ανατοποθέτηση (anatopothétisi) ανατοποθετήσεις (anatopothetíseis)
vocative ανατοποθέτηση (anatopothétisi) ανατοποθετήσεις (anatopothetíseis)

Older or formal genitive singular: ανατοποθετήσεως (anatopothetíseos)

[edit]