ανατάραξη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανατάραξη • (anatáraxi) f (plural αναταράξεις)
- disturbance, turmoil (the effect or the result)
- αναταράξεις του αεροπλάνου λόγω κενών αέρος
- anataráxeis tou aeroplánou lógo kenón aéros
- disturbances in the aircraft due to air turbulence
Declension
[edit]Declension of ανατάραξη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανατάραξη • | αναταράξεις • | |
genitive | ανατάραξης • | αναταράξεων • | |
accusative | ανατάραξη • | αναταράξεις • | |
vocative | ανατάραξη • | αναταράξεις • | |
Older or formal genitive singular: αναταράξεως • |
Coordinate terms
[edit]- αναταραχή f (anatarachí, “disturbance”)
Related terms
[edit]- see: αναταράζω (anatarázo, “to shake, to agitate”)