αναρχικιά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρχικιά • (anarchikiá) f (plural αναρχικιές, masculine αναρχικός)
- (colloquial) Alternative form of αναρχική (anarchikí)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρχικιά (anarchikiá) | αναρχικιές (anarchikiés) |
genitive | αναρχικιάς (anarchikiás) | αναρχικιών (anarchikión) |
accusative | αναρχικιά (anarchikiá) | αναρχικιές (anarchikiés) |
vocative | αναρχικιά (anarchikiá) | αναρχικιές (anarchikiés) |
Related terms
[edit]- see: αναρχισμός m (anarchismós, “anarchism”)