Jump to content

αναρχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναρχικός (anarchikósm (plural αναρχικοί, feminine αναρχική or αναρχικιά)

  1. (politics) anarchist (male)

Declension

[edit]
Declension of αναρχικός
singular plural
nominative αναρχικός (anarchikós) αναρχικοί (anarchikoí)
genitive αναρχικού (anarchikoú) αναρχικών (anarchikón)
accusative αναρχικό (anarchikó) αναρχικούς (anarchikoús)
vocative αναρχικέ (anarchiké) αναρχικοί (anarchikoí)

Antonyms

[edit]
[edit]
see: αναρχισμός m (anarchismós, anarchism)