Jump to content

αναπόσβεστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀναπόσβεστος (anapósbestos, inextinguishable). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ αποσβεσ- (aposves-, to erase, amortize) +‎ -τος (-tos), from ἀποσβέννῡμι (aposbénnūmi, to extinguish).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naˈpo.zve.stos/
  • Hyphenation: α‧να‧πό‧σβε‧στος

Adjective

[edit]

αναπόσβεστος (anapósvestosm (feminine αναπόσβεστη, neuter αναπόσβεστο)

  1. (finance) still owing
  2. (finance) unliquidated

Declension

[edit]
Declension of αναπόσβεστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπόσβεστος (anapósvestos) αναπόσβεστη (anapósvesti) αναπόσβεστο (anapósvesto) αναπόσβεστοι (anapósvestoi) αναπόσβεστες (anapósvestes) αναπόσβεστα (anapósvesta)
genitive αναπόσβεστου (anapósvestou) αναπόσβεστης (anapósvestis) αναπόσβεστου (anapósvestou) αναπόσβεστων (anapósveston) αναπόσβεστων (anapósveston) αναπόσβεστων (anapósveston)
accusative αναπόσβεστο (anapósvesto) αναπόσβεστη (anapósvesti) αναπόσβεστο (anapósvesto) αναπόσβεστους (anapósvestous) αναπόσβεστες (anapósvestes) αναπόσβεστα (anapósvesta)
vocative αναπόσβεστε (anapósveste) αναπόσβεστη (anapósvesti) αναπόσβεστο (anapósvesto) αναπόσβεστοι (anapósvestoi) αναπόσβεστες (anapósvestes) αναπόσβεστα (anapósvesta)
[edit]