Jump to content

αναποχώριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναποχώριστος (anapochóristosm (feminine αναποχώριστη, neuter αναποχώριστο)

  1. inseparable

Declension

[edit]
Declension of αναποχώριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναποχώριστος (anapochóristos) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστοι (anapochóristoi) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)
genitive αναποχώριστου (anapochóristou) αναποχώριστης (anapochóristis) αναποχώριστου (anapochóristou) αναποχώριστων (anapochóriston) αναποχώριστων (anapochóriston) αναποχώριστων (anapochóriston)
accusative αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστους (anapochóristous) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)
vocative αναποχώριστε (anapochóriste) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστοι (anapochóristoi) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)

Synonyms

[edit]