Jump to content

αδιαχώριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαχώριστος (adiachóristosm (feminine αδιαχώριστη, neuter αδιαχώριστο)

  1. indivisible, inseparable
  2. undivided

Declension

[edit]
Declension of αδιαχώριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαχώριστος (adiachóristos) αδιαχώριστη (adiachóristi) αδιαχώριστο (adiachóristo) αδιαχώριστοι (adiachóristoi) αδιαχώριστες (adiachóristes) αδιαχώριστα (adiachórista)
genitive αδιαχώριστου (adiachóristou) αδιαχώριστης (adiachóristis) αδιαχώριστου (adiachóristou) αδιαχώριστων (adiachóriston) αδιαχώριστων (adiachóriston) αδιαχώριστων (adiachóriston)
accusative αδιαχώριστο (adiachóristo) αδιαχώριστη (adiachóristi) αδιαχώριστο (adiachóristo) αδιαχώριστους (adiachóristous) αδιαχώριστες (adiachóristes) αδιαχώριστα (adiachórista)
vocative αδιαχώριστε (adiachóriste) αδιαχώριστη (adiachóristi) αδιαχώριστο (adiachóristo) αδιαχώριστοι (adiachóristoi) αδιαχώριστες (adiachóristes) αδιαχώριστα (adiachórista)

Synonyms

[edit]
[edit]