Jump to content

αναξιοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ αξιοποι(ώ) (axiopoi(ó), develop) +‎ -τος (-tos, adjectival suffix)

Adjective

[edit]

αναξιοποίητος (anaxiopoíitosm (feminine αναξιοποίητη, neuter αναξιοποίητο)

  1. unexploited

Declension

[edit]
Declension of αναξιοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναξιοποίητος (anaxiopoíitos) αναξιοποίητη (anaxiopoíiti) αναξιοποίητο (anaxiopoíito) αναξιοποίητοι (anaxiopoíitoi) αναξιοποίητες (anaxiopoíites) αναξιοποίητα (anaxiopoíita)
genitive αναξιοποίητου (anaxiopoíitou) αναξιοποίητης (anaxiopoíitis) αναξιοποίητου (anaxiopoíitou) αναξιοποίητων (anaxiopoíiton) αναξιοποίητων (anaxiopoíiton) αναξιοποίητων (anaxiopoíiton)
accusative αναξιοποίητο (anaxiopoíito) αναξιοποίητη (anaxiopoíiti) αναξιοποίητο (anaxiopoíito) αναξιοποίητους (anaxiopoíitous) αναξιοποίητες (anaxiopoíites) αναξιοποίητα (anaxiopoíita)
vocative αναξιοποίητε (anaxiopoíite) αναξιοποίητη (anaxiopoíiti) αναξιοποίητο (anaxiopoíito) αναξιοποίητοι (anaxiopoíitoi) αναξιοποίητες (anaxiopoíites) αναξιοποίητα (anaxiopoíita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναξιοποίητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναξιοποίητος, etc.)