ανανταπόδοτος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀνανταπόδοτος (anantapódotos).
Adjective
[edit]ανανταπόδοτος • (anantapódotos) m (feminine ανανταπόδοτη, neuter ανανταπόδοτο)
- unrequited, unreciprocated
- unrewarded, without reward
- ανανταπόδοτος έρωτας ― anantapódotos érotas ― unrequited love
- (rhetoric, literature) descriptive of anapodoton
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανανταπόδοτος (anantapódotos) | ανανταπόδοτη (anantapódoti) | ανανταπόδοτο (anantapódoto) | ανανταπόδοτοι (anantapódotoi) | ανανταπόδοτες (anantapódotes) | ανανταπόδοτα (anantapódota) | |
genitive | ανανταπόδοτου (anantapódotou) | ανανταπόδοτης (anantapódotis) | ανανταπόδοτου (anantapódotou) | ανανταπόδοτων (anantapódoton) | ανανταπόδοτων (anantapódoton) | ανανταπόδοτων (anantapódoton) | |
accusative | ανανταπόδοτο (anantapódoto) | ανανταπόδοτη (anantapódoti) | ανανταπόδοτο (anantapódoto) | ανανταπόδοτους (anantapódotous) | ανανταπόδοτες (anantapódotes) | ανανταπόδοτα (anantapódota) | |
vocative | ανανταπόδοτε (anantapódote) | ανανταπόδοτη (anantapódoti) | ανανταπόδοτο (anantapódoto) | ανανταπόδοτοι (anantapódotoi) | ανανταπόδοτες (anantapódotes) | ανανταπόδοτα (anantapódota) |