Jump to content

ανανταπόδοτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνανταπόδοτος (anantapódotos).

Adjective

[edit]

ανανταπόδοτος (anantapódotosm (feminine ανανταπόδοτη, neuter ανανταπόδοτο)

  1. unrequited, unreciprocated
  2. unrewarded, without reward
    ανανταπόδοτος έρωταςanantapódotos érotasunrequited love
  3. (rhetoric, literature) descriptive of anapodoton

Declension

[edit]
Declension of ανανταπόδοτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανανταπόδοτος (anantapódotos) ανανταπόδοτη (anantapódoti) ανανταπόδοτο (anantapódoto) ανανταπόδοτοι (anantapódotoi) ανανταπόδοτες (anantapódotes) ανανταπόδοτα (anantapódota)
genitive ανανταπόδοτου (anantapódotou) ανανταπόδοτης (anantapódotis) ανανταπόδοτου (anantapódotou) ανανταπόδοτων (anantapódoton) ανανταπόδοτων (anantapódoton) ανανταπόδοτων (anantapódoton)
accusative ανανταπόδοτο (anantapódoto) ανανταπόδοτη (anantapódoti) ανανταπόδοτο (anantapódoto) ανανταπόδοτους (anantapódotous) ανανταπόδοτες (anantapódotes) ανανταπόδοτα (anantapódota)
vocative ανανταπόδοτε (anantapódote) ανανταπόδοτη (anantapódoti) ανανταπόδοτο (anantapódoto) ανανταπόδοτοι (anantapódotoi) ανανταπόδοτες (anantapódotes) ανανταπόδοτα (anantapódota)