Jump to content

ανανεωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανανεωτικός (ananeotikósm (feminine ανανεωτική, neuter ανανεωτικό)

  1. renewing, refreshing

Declension

[edit]
Declension of ανανεωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανανεωτικός (ananeotikós) ανανεωτική (ananeotikí) ανανεωτικό (ananeotikó) ανανεωτικοί (ananeotikoí) ανανεωτικές (ananeotikés) ανανεωτικά (ananeotiká)
genitive ανανεωτικού (ananeotikoú) ανανεωτικής (ananeotikís) ανανεωτικού (ananeotikoú) ανανεωτικών (ananeotikón) ανανεωτικών (ananeotikón) ανανεωτικών (ananeotikón)
accusative ανανεωτικό (ananeotikó) ανανεωτική (ananeotikí) ανανεωτικό (ananeotikó) ανανεωτικούς (ananeotikoús) ανανεωτικές (ananeotikés) ανανεωτικά (ananeotiká)
vocative ανανεωτικέ (ananeotiké) ανανεωτική (ananeotikí) ανανεωτικό (ananeotikó) ανανεωτικοί (ananeotikoí) ανανεωτικές (ananeotikés) ανανεωτικά (ananeotiká)
[edit]