Jump to content

αναμελιά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.meˈʎa/
  • Hyphenation: α‧να‧με‧λιά

Noun

[edit]

αναμελιά (anameliáf (plural αναμελιές)

  1. (rare) rare form of ανεμελιά (anemeliá)

Declension

[edit]
Declension of αναμελιά
singular plural
nominative αναμελιά (anameliá) αναμελιές (anameliés)
genitive αναμελιάς (anameliás) αναμελιών (anamelión)
accusative αναμελιά (anameliá) αναμελιές (anameliés)
vocative αναμελιά (anameliá) αναμελιές (anameliés)
[edit]