Jump to content

αναμίσθωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμίσθωση (anamísthosif (plural αναμισθώσεις)

  1. renewal of a lease

Declension

[edit]
Declension of αναμίσθωση
singular plural
nominative αναμίσθωση (anamísthosi) αναμισθώσεις (anamisthóseis)
genitive αναμίσθωσης (anamísthosis) αναμισθώσεων (anamisthóseon)
accusative αναμίσθωση (anamísthosi) αναμισθώσεις (anamisthóseis)
vocative αναμίσθωση (anamísthosi) αναμισθώσεις (anamisthóseis)

Older or formal genitive singular: αναμισθώσεως (anamisthóseos)

[edit]