αναλογιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναλογιστικός • (analogistikós) m (feminine αναλογιστική, neuter αναλογιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναλογιστικός (analogistikós) | αναλογιστική (analogistikí) | αναλογιστικό (analogistikó) | αναλογιστικοί (analogistikoí) | αναλογιστικές (analogistikés) | αναλογιστικά (analogistiká) | |
genitive | αναλογιστικού (analogistikoú) | αναλογιστικής (analogistikís) | αναλογιστικού (analogistikoú) | αναλογιστικών (analogistikón) | αναλογιστικών (analogistikón) | αναλογιστικών (analogistikón) | |
accusative | αναλογιστικό (analogistikó) | αναλογιστική (analogistikí) | αναλογιστικό (analogistikó) | αναλογιστικούς (analogistikoús) | αναλογιστικές (analogistikés) | αναλογιστικά (analogistiká) | |
vocative | αναλογιστικέ (analogistiké) | αναλογιστική (analogistikí) | αναλογιστικό (analogistikó) | αναλογιστικοί (analogistikoí) | αναλογιστικές (analogistikés) | αναλογιστικά (analogistiká) |
Synonyms
[edit]- (proportional): αναλογικός (analogikós)
Related terms
[edit]- αναλογιστικώς (analogistikós, “actuarially”, adverb)