Jump to content

αναλογιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναλογιστικός (analogistikósm (feminine αναλογιστική, neuter αναλογιστικό)

  1. (finance) actuarially calculated
  2. proportional, proportionate

Declension

[edit]
Declension of αναλογιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλογιστικός (analogistikós) αναλογιστική (analogistikí) αναλογιστικό (analogistikó) αναλογιστικοί (analogistikoí) αναλογιστικές (analogistikés) αναλογιστικά (analogistiká)
genitive αναλογιστικού (analogistikoú) αναλογιστικής (analogistikís) αναλογιστικού (analogistikoú) αναλογιστικών (analogistikón) αναλογιστικών (analogistikón) αναλογιστικών (analogistikón)
accusative αναλογιστικό (analogistikó) αναλογιστική (analogistikí) αναλογιστικό (analogistikó) αναλογιστικούς (analogistikoús) αναλογιστικές (analogistikés) αναλογιστικά (analogistiká)
vocative αναλογιστικέ (analogistiké) αναλογιστική (analogistikí) αναλογιστικό (analogistikó) αναλογιστικοί (analogistikoí) αναλογιστικές (analogistikés) αναλογιστικά (analogistiká)

Synonyms

[edit]
[edit]