Jump to content

αναλογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναλογικός (analogikósm (feminine αναλογική, neuter αναλογικό)

  1. proportional, proportionate
  2. analogue (UK), analog (US)
    αναλογικό ρολόιanalogikó rolóianalogue watch

Declension

[edit]
Declension of αναλογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλογικός (analogikós) αναλογική (analogikí) αναλογικό (analogikó) αναλογικοί (analogikoí) αναλογικές (analogikés) αναλογικά (analogiká)
genitive αναλογικού (analogikoú) αναλογικής (analogikís) αναλογικού (analogikoú) αναλογικών (analogikón) αναλογικών (analogikón) αναλογικών (analogikón)
accusative αναλογικό (analogikó) αναλογική (analogikí) αναλογικό (analogikó) αναλογικούς (analogikoús) αναλογικές (analogikés) αναλογικά (analogiká)
vocative αναλογικέ (analogiké) αναλογική (analogikí) αναλογικό (analogikó) αναλογικοί (analogikoí) αναλογικές (analogikés) αναλογικά (analogiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναλογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναλογικός, etc.)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]