ανακύκληση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανακύκληση • (anakýklisi) f (plural ανακυκλήσεις)
Declension
[edit]Declension of ανακύκληση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανακύκληση • | ανακυκλήσεις • | |
genitive | ανακύκλησης • | ανακυκλήσεων • | |
accusative | ανακύκληση • | ανακυκλήσεις • | |
vocative | ανακύκληση • | ανακυκλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανακυκλήσεως • |
Alternative forms
[edit]- ανακύκλωση f (anakýklosi, “recycling”)
Related terms
[edit]- ανακυκλώνω (anakyklóno, “to recycle”)
Further reading
[edit]- Ανακύκλωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el