From Wiktionary, the free dictionary
ανακυκλώνω • (anakyklóno ) (past ανακύκλωσα , passive ανακυκλώνομαι )
to recycle
ανακυκλώνω ανακυκλώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανακυκλώνω
ανακυκλώσω
ανακυκλώνομαι
ανακυκλωθώ
2 sg
ανακυκλώνεις
ανακυκλώσεις
ανακυκλώνεσαι
ανακυκλωθείς
3 sg
ανακυκλώνει
ανακυκλώσει
ανακυκλώνεται
ανακυκλωθεί
1 pl
ανακυκλώνουμε , [‑ομε ]
ανακυκλώσουμε , [‑ομε ]
ανακυκλωνόμαστε
ανακυκλωθούμε
2 pl
ανακυκλώνετε
ανακυκλώσετε
ανακυκλώνεστε , ανακυκλωνόσαστε
ανακυκλωθείτε
3 pl
ανακυκλώνουν (ε )
ανακυκλώσουν (ε )
ανακυκλώνονται
ανακυκλωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανακύκλωνα
ανακύκλωσα
ανακυκλωνόμουν (α )
ανακυκλώθηκα
2 sg
ανακύκλωνες
ανακύκλωσες
ανακυκλωνόσουν (α )
ανακυκλώθηκες
3 sg
ανακύκλωνε
ανακύκλωσε
ανακυκλωνόταν (ε )
ανακυκλώθηκε
1 pl
ανακυκλώναμε
ανακυκλώσαμε
ανακυκλωνόμασταν , (‑όμαστε )
ανακυκλωθήκαμε
2 pl
ανακυκλώνατε
ανακυκλώσατε
ανακυκλωνόσασταν , (‑όσαστε )
ανακυκλωθήκατε
3 pl
ανακύκλωναν , ανακυκλώναν (ε )
ανακύκλωσαν , ανακυκλώσαν (ε )
ανακυκλώνονταν , (ανακυκλωνόντουσαν )
ανακυκλώθηκαν , ανακυκλωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανακυκλώνω ➤
θα ανακυκλώσω ➤
θα ανακυκλώνομαι ➤
θα ανακυκλωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανακυκλώνεις , …
θα ανακυκλώσεις , …
θα ανακυκλώνεσαι , …
θα ανακυκλωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανακυκλώσει έχω, έχεις, … ανακυκλωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανακυκλωθεί είμαι , είσαι , … ανακυκλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανακυκλώσει είχα, είχες, … ανακυκλωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανακυκλωθεί ήμουν , ήσουν , … ανακυκλωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ανακυκλώσει θα έχω, θα έχεις, … ανακυκλωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανακυκλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακυκλωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανακύκλωνε
ανακύκλωσε
—
ανακυκλώσου
2 pl
ανακυκλώνετε
ανακυκλώστε
ανακυκλώνεστε
ανακυκλωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανακυκλώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ανακυκλώσει ➤
ανακυκλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανακυκλώσει
ανακυκλωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.