Jump to content

ανακυκλώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ανακυκλώ(νω) (anakykló(no)) +‎ -σιμος (-simos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.ciˈklo.si.mos/
  • Hyphenation: α‧να‧κυ‧κλώ‧σι‧μος

Adjective

[edit]

ανακυκλώσιμος (anakyklósimosm (feminine ανακυκλώσιμη, neuter ανακυκλώσιμο)

  1. recyclable

Declension

[edit]
Declension of ανακυκλώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακυκλώσιμος (anakyklósimos) ανακυκλώσιμη (anakyklósimi) ανακυκλώσιμο (anakyklósimo) ανακυκλώσιμοι (anakyklósimoi) ανακυκλώσιμες (anakyklósimes) ανακυκλώσιμα (anakyklósima)
genitive ανακυκλώσιμου (anakyklósimou) ανακυκλώσιμης (anakyklósimis) ανακυκλώσιμου (anakyklósimou) ανακυκλώσιμων (anakyklósimon) ανακυκλώσιμων (anakyklósimon) ανακυκλώσιμων (anakyklósimon)
accusative ανακυκλώσιμο (anakyklósimo) ανακυκλώσιμη (anakyklósimi) ανακυκλώσιμο (anakyklósimo) ανακυκλώσιμους (anakyklósimous) ανακυκλώσιμες (anakyklósimes) ανακυκλώσιμα (anakyklósima)
vocative ανακυκλώσιμε (anakyklósime) ανακυκλώσιμη (anakyklósimi) ανακυκλώσιμο (anakyklósimo) ανακυκλώσιμοι (anakyklósimoi) ανακυκλώσιμες (anakyklósimes) ανακυκλώσιμα (anakyklósima)
[edit]