Jump to content

ανακουφιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακουφιστικός (anakoufistikósm (feminine ανακουφιστική, neuter ανακουφιστικό)

  1. soothing, alleviatory

Declension

[edit]
Declension of ανακουφιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακουφιστικός (anakoufistikós) ανακουφιστική (anakoufistikí) ανακουφιστικό (anakoufistikó) ανακουφιστικοί (anakoufistikoí) ανακουφιστικές (anakoufistikés) ανακουφιστικά (anakoufistiká)
genitive ανακουφιστικού (anakoufistikoú) ανακουφιστικής (anakoufistikís) ανακουφιστικού (anakoufistikoú) ανακουφιστικών (anakoufistikón) ανακουφιστικών (anakoufistikón) ανακουφιστικών (anakoufistikón)
accusative ανακουφιστικό (anakoufistikó) ανακουφιστική (anakoufistikí) ανακουφιστικό (anakoufistikó) ανακουφιστικούς (anakoufistikoús) ανακουφιστικές (anakoufistikés) ανακουφιστικά (anakoufistiká)
vocative ανακουφιστικέ (anakoufistiké) ανακουφιστική (anakoufistikí) ανακουφιστικό (anakoufistikó) ανακουφιστικοί (anakoufistikoí) ανακουφιστικές (anakoufistikés) ανακουφιστικά (anakoufistiká)
[edit]