Jump to content

ανακατασκευή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ανα- (ana-) +‎ κατασκευή f (kataskeví).

Noun

[edit]

ανακατασκευή (anakataskevíf (plural ανακατασκευές)

  1. reconstruction, rebuilding

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανακατασκευή (anakataskeví) ανακατασκευές (anakataskevés)
genitive ανακατασκευής (anakataskevís) ανακατασκευών (anakataskevón)
accusative ανακατασκευή (anakataskeví) ανακατασκευές (anakataskevés)
vocative ανακατασκευή (anakataskeví) ανακατασκευές (anakataskevés)
[edit]