ανακατάληψη
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ανακατάληψη • (anakatálipsi) f (plural ανακαταλήψεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακατάληψη (anakatálipsi) | ανακαταλήψεις (anakatalípseis) |
genitive | ανακατάληψης (anakatálipsis) | ανακαταλήψεων (anakatalípseon) |
accusative | ανακατάληψη (anakatálipsi) | ανακαταλήψεις (anakatalípseis) |
vocative | ανακατάληψη (anakatálipsi) | ανακαταλήψεις (anakatalípseis) |
Older or formal genitive singular: ανακαταλήψεως (anakatalípseos)
Coordinate terms
[edit]- ανακαταλαμβάνω (anakatalamváno, “to recapture”)