Jump to content

ανακατάληψη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [ˌɐ.nɐ.kɐ.ˈtɐ.ʎi.psi]
  • Hyphenation: α‧να‧κα‧τά‧λη‧ψη

Noun

[edit]

ανακατάληψη (anakatálipsif (plural ανακαταλήψεις)

  1. (military) recapture, retaking

Declension

[edit]
Declension of ανακατάληψη
singular plural
nominative ανακατάληψη (anakatálipsi) ανακαταλήψεις (anakatalípseis)
genitive ανακατάληψης (anakatálipsis) ανακαταλήψεων (anakatalípseon)
accusative ανακατάληψη (anakatálipsi) ανακαταλήψεις (anakatalípseis)
vocative ανακατάληψη (anakatálipsi) ανακαταλήψεις (anakatalípseis)

Older or formal genitive singular: ανακαταλήψεως (anakatalípseos)

Coordinate terms

[edit]