ανακαταλαμβάνω
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ανακαταλαμβάνω • (anakatalamváno) (past ανακατέλαβα, passive ανακαταλαμβάνομαι)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Coordinate terms
[edit]- ανακατάληψη f (anakatálipsi, “recapture”, noun)