Jump to content

αναιρέσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναιρέσιμος (anairésimosm (feminine αναιρέσιμη, neuter αναιρέσιμο)

  1. reversible, revocable
  2. refutable

Declension

[edit]
Declension of αναιρέσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιρέσιμος (anairésimos) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμοι (anairésimoi) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)
genitive αναιρέσιμου (anairésimou) αναιρέσιμης (anairésimis) αναιρέσιμου (anairésimou) αναιρέσιμων (anairésimon) αναιρέσιμων (anairésimon) αναιρέσιμων (anairésimon)
accusative αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμους (anairésimous) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)
vocative αναιρέσιμε (anairésime) αναιρέσιμη (anairésimi) αναιρέσιμο (anairésimo) αναιρέσιμοι (anairésimoi) αναιρέσιμες (anairésimes) αναιρέσιμα (anairésima)
[edit]