Jump to content

αναδρομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναδρομικός (anadromikósm (feminine αναδρομική, neuter αναδρομικό)

  1. back, backwards
  2. retrospective, retroactive

Declension

[edit]
Declension of αναδρομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναδρομικός (anadromikós) αναδρομική (anadromikí) αναδρομικό (anadromikó) αναδρομικοί (anadromikoí) αναδρομικές (anadromikés) αναδρομικά (anadromiká)
genitive αναδρομικού (anadromikoú) αναδρομικής (anadromikís) αναδρομικού (anadromikoú) αναδρομικών (anadromikón) αναδρομικών (anadromikón) αναδρομικών (anadromikón)
accusative αναδρομικό (anadromikó) αναδρομική (anadromikí) αναδρομικό (anadromikó) αναδρομικούς (anadromikoús) αναδρομικές (anadromikés) αναδρομικά (anadromiká)
vocative αναδρομικέ (anadromiké) αναδρομική (anadromikí) αναδρομικό (anadromikó) αναδρομικοί (anadromikoí) αναδρομικές (anadromikés) αναδρομικά (anadromiká)
[edit]